Ερωτηματικά για τον θεσμό της κοινωνικής άδειας έθεσε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Eπιχειρήσεων κ. Κώστας Γιατζιτζόγλου σε ομιλία του στο συνέδριο EIT RAW MATERIALS 2024 που διεξάγεται στην Αθήνα.
Μεταξύ άλλων, ο κ. Γιαζιτζόγλου υπογράμμισε ότι το θέμα της κοινωνικής άδειας έρχεται και πάλι στην επικαιρότητα, δεδομένης των επιδιώξεων της ΕΕ για αύξηση της εξορυκτικής δραστηριότητας επί του εδάφους της και των αντιδράσεων που αναμένεται να προκαλέσει αυτό. Ενώ στο χώρο πρόκειται για ένα όρο που χρησιμοποιείται συχνά, δεν υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός ορισμός- και ενώ εκ πρώτης όψεως μοιάζει αρκετά προφανής, στην πραγματικότητα μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές παρερμηνείες και παρεξηγήσεις, τόνισε ο κ Γιαζιτζόγλου.
«Κοινωνική άδεια δραστηριοποίησης», κυριολεκτικά, είναι η άδεια που χορηγείται από την κοινωνία για την άσκηση μιας συγκεκριμένης δραστηριότητας. Ο θεσμικός εκπρόσωπος της κοινωνίας, το οργανωμένο και επίσημο κράτος, μέσα από θεσπισμένους κανόνες και διαδικασίες, χορηγεί – ή δεν χορηγεί- την άδεια για την οποιαδήποτε δραστηριότητα. Για ποιο λόγο λοιπόν, ως «Κοινωνική άδεια δραστηριοποίησης» θεωρούμε κάτι ξεχωριστό – και αρκετά διαφορετικό – από την θεσμοθετημένη αδειοδότηση των συγκεκριμένων δραστηριοτήτων- και εν τέλει, τι ακριβώς εννοούμε, διερωτήθηκε ο πρόεδρος του ΣΜΕ.
Ο κ. Γιαζιτζόγλου έθεσε μια σειρά από ερωτήματα: Πρώτον, ποιο τμήμα της κοινωνίας είναι αυτό που θα δώσει τη συγκεκριμένη άδεια για μια συγκεκριμένη εξορυκτική δραστηριότητα. Θα είναι η τοπική κοινωνία και σε ποια έκταση- Θα είναι η τοπική κοινωνία εκπροσωπούμενη από τους αιρετούς εκπροσώπους της, θα είναι ένα τμήμα της τοπικής κοινωνίας και αν ναι, από ποιους θα εκπροσωπείται και με ποια διαδικασία θα προκύπτει ότι η βούληση αυτής της κοινωνικής ομάδας εκφράζεται από αυτούς που δηλώνουν ότι την εκπροσωπούν. Και εν τέλει, θα πρέπει να εκφραστεί και το σύνολο της μη τοπικής κοινωνίας ή όχι. Το επόμενο ερώτημα, συνέχισε, είναι με ποια διαδικασία θα δοθεί αυτή η άδεια, ποια κριτήρια πρέπει να πληροί αυτός που θα αδειοδοτηθεί και με ποιες προδιαγραφές θα κληθεί να ασκήσει δραστηριότητα. Όλα αυτά, σημείωσε, μπορεί να ακούγονται εξαιρετικά θεωρητικά μέχρι την ώρα που θα προσπαθήσει κάποιος να σεβαστεί τις όποιες ανησυχίες των οποίων ανησυχούντων και να ακολουθήσει κάποια διαδικασία για να αποκτήσει τη συναίνεσή τους- και τι θα συμβεί εάν δεν δοθεί η συναίνεση.
Συνεχίζοντας, ο πρόεδρος του ΣΜΕ σημείωσε πως το ζήτημα μιας επιπρόσθετης άδειας για μια ήδη αδειοδοτημένη από το επίσημο κράτος δραστηριότητα από ένα κομμάτι της κοινωνίας, συνήθως προκύπτει μετα από κάποια σύγκρουση. Η σύγκρουση αυτή μπορεί να προέλθει από την αυθόρμητη αντίδραση κάποιων πολιτών, ή , όπως ανέφερε, μπορεί να είναι αποτέλεσμα του «επαγγελματισμού κάποιων καλοθελητών οι οποίοι βγάζουν το μεροκάματό τους δημιουργώντας προβλήματα σε άλλους. Προφανώς ως επιχειρήσεις και ως κλάδος δεν έχουμε καμία διάθεση να ασχοληθούμε με τους δεύτερους και θα πρέπει η πολιτεία, εφόσον είναι συντεταγμένη και επιθυμεί να είναι συντεταγμένη, να διαχειριστεί το πρόβλημα».
Σε άλλες περιπτώσεις, πρόσθεσε, η σύγκρουση μπορεί να είναι μια κραυγή αγωνίας, μετά από κάποιο περιστατικό, είτε σαφούς παράβασης της νομοθεσίας, είτε αδιαφορίας για τους κανόνες ασφάλειες- τονίζοντας ότι σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει η συντεταγμένη πολιτεία να επιληφθεί και να είναι τόσο αυστηρή ώστε να μην περνάει από το μυαλό κανενός να ακολουθεί τέτοιες τακτικές. Το τρίτο ενδεχόμενο, συνέχισε, είναι η σύγκρουση να προέρχεται από την ειλικρινή αγωνία και ανησυχία κάποιων, οι οποίοι βρίσκονται μπροστά σε μια αλλαγή της καθημερινότητάς τους, η οποία πιστεύουν ότι θα είναι προς το χειρότερο.
« Οφείλουμε να απαντήσουμε με ειλικρίνεια και σαφήνεια σε όλα τα ερωτήματα και τις ανησυχίες ανθρώπων που εύλογα δεν γνωρίζουν. Η διαφάνεια, η ανοιχτή συζήτηση, η παράθεση των δεδομένων και η πρόσβαση στην πληροφορία είναι τα βασικά συστατικά για ένα ειλικρινή διάλογο εάν και οι δύο πλευρές προσέρχονται καλοπροαίρετα. Προφανώς ο διάλογος πρέπει να έχει αρχή και τέλος και πρέπει να είναι σαφές ότι δεν θα εξελιχθεί σε διαπραγμάτευση. Η όποια κοινωνική ομάδα δικαιούται να ζητήσει εχέγγυα για το ότι θα τηρηθούν οι νόμοι και οι κανόνες, αλλά μέχρι εκεί» υπογράμμισε ο πρόεδρος του ΣΜΕ.
«Σε όλα τα σεμινάρια για την διαχείριση κρίσεων επισημαίνεται ότι η εμπιστοσύνη οικοδομείται πριν ξεσπάσει το πρόβλημα. Η αποδοχή από «την κοινωνία» δραστηριοτήτων που μπορεί να προκαλούν όχληση ή ανησυχία, προϋποθέτει τόσο γνώση όσο και κοινωνική παιδεία. Συνεπώς, ο ρόλος του εκπαιδευτικού συστήματος είναι σημαντικός, όχι μόνο στο να διδάξει την χρησιμότητα και την αναγκαιότητα των ορυκτών, αλλά και στο να αναδείξει την ύπαρξη ασφαλών και βιώσιμων τεχνολογιών απόκτησης τους. Ακόμα πιο σημαντικός όμως, είναι ο ρόλος της πολιτείας, στο να πείσει τους πολίτες ότι οι ισχύοντες κανόνες θα γίνονται σεβαστοί εξ ίσου και από όλους. Εάν πράγματι θέλουμε να πάμε μπροστά, προφανώς δεν μπορεί να επικρατεί το δίκαιο του ισχυρότερου, ούτε όμως και εκείνου που απλά κάνει περισσότερο θόρυβο» κατέληξε.